φιλωρειτης

φιλωρειτης
    φιλωρείτης
    φιλ-ωρείτης
    -ου adj. m [ὄρος] любящий горы
    

(Πάν Anth.)


Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. . 1958.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Смотреть что такое "φιλωρειτης" в других словарях:

  • φιλωρείτης — ου, και δωρ. τ. φιλωρείτας, ὁ, Α αυτός που αγαπά τα όρη. [ΕΤΥΜΟΛ. < φιλ(ο) * + ωρεί της (< ὄρος [ΙΙ]), πρβλ. ἀκρ ωρείτης. Το ω τού τ. οφείλεται σε έκταση λόγω συνθέσεως. Για τη μορφή ωρείτης τού β συνθετικού βλ. και λ. όρος (II)] …   Dictionary of Greek

  • φιλωρείτᾳ — φιλωρείτᾱͅ , φιλωρείτης a lover of mountains masc dat sg (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»